νευρασθενικός

νευρασθενικός
η , ό[ν] мед.
1) неврастеничный; 2) см. νευρασθενής 1

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "νευρασθενικός" в других словарях:

  • νευρασθενικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη νευρασθένεια 2. (ως επίθ. και ως ουσ.) (για πρόσ.) αυτός που πάσχει από νευρασθένεια, ο νευρασθενής. επίρρ... νευρασθενικώς και ά με νευρασθενικό τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < νευρασθενής. Η λ. μαρτυρείται από το… …   Dictionary of Greek

  • νευρασθενής — ές (ως επίθ. και ως ουσ.) αυτός που πάσχει από νευρασθένεια, ο νευρασθενικός. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. neurasthenic < νευρ(ο) * + ασθενής. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Άστυ] …   Dictionary of Greek

  • νευρασθενικότητα — η [νευρασθενικός] η κατάσταση εκείνου που πάσχει από νευρασθένεια …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»